κοριτσόπουλο

κοριτσόπουλο
το девушка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κοριτσόπουλο" в других словарях:

  • κοριτσόπουλο — το κοριτσάκι, κοράσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορίτσι + συνδετικό φωνήεν ο + υποκορ. κατάλ. πουλο (< λατ. pullus), πρβλ. βασιλό πουλο, παληκαρό πουλο] …   Dictionary of Greek

  • -πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη …   Dictionary of Greek

  • μειρακίσκη — μειρακίσκη, ἡ (Α) [μείραξ] 1. μικρό κορίτσι, κοριτσάκι 2. (ειρωνικά) κοριτσόπουλο …   Dictionary of Greek

  • παρθένιο(ν) — το, ΝΑ νεοελλ. 1. βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα 2. είδος κλαβικυμβάλου στην Αγγλία αρχ. 1. κορίτσι, κοριτσόπουλο 2. το φυτό ελιξίνη 3. το φυτό λινόζωστις 4. είδος άλλου φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος.… …   Dictionary of Greek

  • πιτσουνάκι — το, Ν 1. μικρό περιστέρι 2. κοριτσόπουλο 3. συν. στον πληθ. τα πιτσουνάκια (ως θωπευτική προσφώνηση) νεαρό ζευγάρι ερωτευμένων …   Dictionary of Greek

  • πιτσούνι — το, θηλ. πιτσούνα, Ν 1. μικρό περιστέρι, νεοσσός περιστεριού 2. το θηλ. η πιτσούνα (ως θωπευτική προσφώνηση) α) όμορφο κοριτσόπουλο ή παχουλό κορίτσι β) θηλυκό μωρό 3. στον πληθ. τα πιτσούνια είδος παιδικού παιχνιδιού το πέταγμα πεταλίδων στην… …   Dictionary of Greek

  • παιδοπούλα — η το μικρό κορίτσι, αλλ. κοριτσάκι, κοριτσόπουλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»